Ο Τίτος Πατρίκιος έχει προσδιορίσει την ποίηση στα μεταπολεμικά χρόνια. Ο Τίτος και η ποίησή του σηματοδοτούν και εκφράζουν, με τον πιο γνήσιο τρόπο, όχι μόνο τα οράματα του Έλληνα, αλλά και του μεταπολεμικού ανθρώπου, γιατί κατόρθωσε να μετασχηματίσει σε αρθρωμένο λόγο τις εμπειρίες του από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη σκληρότητα του εμφυλίου σπαραγμού και να δείξει εχθρούς και φίλους να διανύουν ένα χωματόδρομο απ’ το θηρίο στον άνθρωπο και κάποτε αντίστροφα.
Η ποίηση και ο άνθρωπος Τίτος με τη φιλία του είναι μια μαθητεία ζωής. Κατορθώνουν να αποστάξουν την ομορφιά ακόμα και από την άδροση γη. Με το μεγεθυντικό του καθρέπτη αντίκρισε τις ρωγμές του ανθρώπινου προσώπου και τα σύνεργα της γυναίκας που αγωνίζεται να γίνει όμορφη στην τουαλέτα της για να κερδίσει τον έρωτα.
Η φωνή του Τίτου γοητευμένη από την προσδοκία μιας επανάστασης ή από την άρνηση της δογματικής κομματικής επιβολής, κατακυρώνει τον έρωτα και υμνεί το ανθρώπινο σώμα που τον ανέχεται και τον ταξιδεύει και εκφράζει παράλληλα την υπαρξιακή αγωνία και θεωρεί ότι ως δώρο του χαρίστηκε η ζωή, όταν η σφαίρα στις συγκρούσεις βρήκε το κορμί ενός συντρόφου και όχι το δικό του όπως ο ίδιος έχει πει. Αυτός αγωνίζεται να κρατήσει ζωντανό το όραμα των συντρόφων που έφυγαν νωρίς και το όραμα όλων μας.
Δεν ξέρω στ’ αλήθεια, τί είναι ποίηση. Είναι λόγος που χορεύει; Είναι λάμψη στίλβοντος ποδηλάτου; Ή μήπως όπως λέει ο Τίτος είναι μια απάντηση σε ερωτήματα που δεν έχουν ακόμα τεθεί; Ξέρω καλά όμως ότι στα 30 χρόνια της φιλίας μας ο Τίτος με δίδαξε, στις βόλτες μας στην Αθήνα και εδώ στο Ηράκλειο, ότι όσο κι αν μας πληγώνουν τόποι και καταστάσεις κι αφήνουν κάθε μέρα μια ρυτίδα στο μέτωπό μας ή μέσα μας, η ουσία πρέπει να μένει σταθερά προσανατολισμένη στον άλλο, ακόμα κι αν κάποια στιγμή υπήρξε δεσμώτης μας. Μου δίδαξε ακόμα ότι «οι γυναίκες που αγαπήσαμε, άλλαξαν τη ζωή μας περισσότερο από εκατό επαναστάσεις» και παραμένουν πάντοτε «ρόδα αειθαλή».
Τίτο όχι μόνο δεν σου καταλογίζω ότι κανένας στίχος δεν ανατρέπει καθεστώτα, αλλά αντίθετα σ’ ευχαριστώ, γιατί, με τους στίχους σου, έδειξες συχνά γυμνούς τους ηγέτες και μ’ έμαθες να βρίσκω την ομορφιά στη ζωή και να αντιστέκομαι στα γεγονότα.
Η ποίηση και ο άνθρωπος Τίτος με τη φιλία του είναι μια μαθητεία ζωής. Κατορθώνουν να αποστάξουν την ομορφιά ακόμα και από την άδροση γη. Με το μεγεθυντικό του καθρέπτη αντίκρισε τις ρωγμές του ανθρώπινου προσώπου και τα σύνεργα της γυναίκας που αγωνίζεται να γίνει όμορφη στην τουαλέτα της για να κερδίσει τον έρωτα.
Η φωνή του Τίτου γοητευμένη από την προσδοκία μιας επανάστασης ή από την άρνηση της δογματικής κομματικής επιβολής, κατακυρώνει τον έρωτα και υμνεί το ανθρώπινο σώμα που τον ανέχεται και τον ταξιδεύει και εκφράζει παράλληλα την υπαρξιακή αγωνία και θεωρεί ότι ως δώρο του χαρίστηκε η ζωή, όταν η σφαίρα στις συγκρούσεις βρήκε το κορμί ενός συντρόφου και όχι το δικό του όπως ο ίδιος έχει πει. Αυτός αγωνίζεται να κρατήσει ζωντανό το όραμα των συντρόφων που έφυγαν νωρίς και το όραμα όλων μας.
Δεν ξέρω στ’ αλήθεια, τί είναι ποίηση. Είναι λόγος που χορεύει; Είναι λάμψη στίλβοντος ποδηλάτου; Ή μήπως όπως λέει ο Τίτος είναι μια απάντηση σε ερωτήματα που δεν έχουν ακόμα τεθεί; Ξέρω καλά όμως ότι στα 30 χρόνια της φιλίας μας ο Τίτος με δίδαξε, στις βόλτες μας στην Αθήνα και εδώ στο Ηράκλειο, ότι όσο κι αν μας πληγώνουν τόποι και καταστάσεις κι αφήνουν κάθε μέρα μια ρυτίδα στο μέτωπό μας ή μέσα μας, η ουσία πρέπει να μένει σταθερά προσανατολισμένη στον άλλο, ακόμα κι αν κάποια στιγμή υπήρξε δεσμώτης μας. Μου δίδαξε ακόμα ότι «οι γυναίκες που αγαπήσαμε, άλλαξαν τη ζωή μας περισσότερο από εκατό επαναστάσεις» και παραμένουν πάντοτε «ρόδα αειθαλή».
Τίτο όχι μόνο δεν σου καταλογίζω ότι κανένας στίχος δεν ανατρέπει καθεστώτα, αλλά αντίθετα σ’ ευχαριστώ, γιατί, με τους στίχους σου, έδειξες συχνά γυμνούς τους ηγέτες και μ’ έμαθες να βρίσκω την ομορφιά στη ζωή και να αντιστέκομαι στα γεγονότα.
-Με συγκινείτε με τα λόγια σας, μου δυναμώνετε τη νοσταλγία μου για το Ηράκλειο. Δυστυχώς έχω τόσα χρόνια να έρθω, αν και έχω τόσους πολλούς φίλους και κάθε φορά, που είμαι εκεί περνώ τόσο καλά. Απορώ, γιατί δεν το κάνω συχνά. Είναι δικό μου λάθος. Ενώ πηγαίνω συχνά στο εξωτερικό, στην Κρήτη δεν έρχομαι.
-Πες μας Τίτο, μου επιτρέπεις να σε λέω Τίτο, αν και έχεις ένα δεύτερο όνομα Βαπτιστής. Ονομάζεσαι Βαπτιστής-Τίτος, ένα όνομα συμβολικό. Μας παραπέμπει και στην Κρήτη και στη Ρώμη. Τίτος είναι ο Άγιος μας εδώ στο Ηράκλειο.
-Δεν είναι ο πολιούχος του Ηρακλείου;
-Όχι, πολιούχος είναι ο Άγιος Μηνάς
-Ο Άγιος Τίτος ήταν ο μαθητής του Αποστόλου Παύλου ο οποίος έφερε το Eυαγγέλιο στην Κρήτη. Επομένως και ως όνομα συνδέεται μαζί σας. Πολλοί γιαυτό νομίζουν ότι είμαι Kρητικός.
-Ποια είναι η σχέση σου με το Ηράκλειο; Τι θυμάσαι; Τι σου έχει μείνει από την πόλη μας;
-Μου έχουνε μείνει πάρα πολλά πράγματα. Μπορεί βέβαια να νομίσει κανείς ότι επειδή μιλάω αυτή τη στιγμή στο Ηράκλειο κάνω κομπλιμέντα. Δεν είναι έτσι. Δεν μπορώ να ξεχάσω ποτέ την πλατεία, τα Λιοντάρια, τις κρήνες, τα κάστρα, τη θάλασσα, αλλά κυρίως τους ανθρώπους. Και εκείνο που θυμάμαι πάντα είναι τα σχολεία. Τις φορές που με καλέσανε σε σχολεία του Ηρακλείου με κατέπληξε η ποιότητα των παιδιών, ο γλωσσικός τους πλούτος, η εκφραστική τους ευκολία και η διεισδυτικότητα στη ματιά τους. Αυτό το λέω ειλικρινά χωρίς καμία πρόθεση φιλοφρονήσεως. Επειδή, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε τις καθημερινές απολαύσεις, θυμάμαι τα ωραία φαγητά και το ωραίο ψάρι που δοκίμασα στο Ηράκλειο και το μαντολίνο του Μαρίνου του Σμπώκου.
-Είχες, όμως και κάποιο ατύχημα.
-Ναι, ένα σοβαρό ατύχημα. Σώθηκα χάρη σε θαύμα.
-Αγαπάς τη ζωή και σ’ αγαπά και αυτή, γιαυτό σώθηκες….. Στο Ηράκλειο έχεις πολλούς φίλους, δικούς σου και της ποίησης σου. Τα ποιήματά σου διαβάζονται. Κι εμείς μεταδίδομε συχνά στην εκπομπή, γιατί η ποίησή σου μας αγγίζει. Δεν είναι μια υπαρξιακή εξομολόγηση απλώς, αλλά είναι ένας λόγος που μπορεί να σε στηρίξει σε δύσκολες ώρες που χρειάζεται κανείς ένα φίλο κοντά του. Ένα βιβλίο του Τίτου μπορεί να χαρίσει ζεστασιά σε στιγμές ανάγκης. Θα ήθελα να ρωτήσω Τίτο Πατρίκιε τι έχουμε να περιμένουμε καινούριο από σας. Έχετε γράψει πράγματα που δεν έχουν εκδοθεί;
-Ναι. Τώρα είναι μια σειρά που παλεύω κυρίως με πεζά κείμενα. Άλλα είναι δημοσιευμένα χώρια, άλλα αδημοσίευτα. Ήθελα όμως πρώτα να βγάλω το ποιητικό βιβλίο, την τελευταία συλλογή « Συγκατοίκηση με το παρόν» και τώρα ασχολούμαι με τα πεζογραφήματα. Αλλά ως προς τα ποιήματα, φοβάμαι ώρες-ώρες, μήπως έχω εκδώσει πάρα πολλά. Και, όταν τα ποιήματα είναι πάρα πολλά, ο κόσμος δεν αντέχει να τα διαβάσει.
-Μα υπάρχει μέτρο στη ποίηση Τίτο; Μπορεί ένας ποιητής να πει δεν γράφω πια;
-Υπάρχει αυτό, που μου έλεγε ο Γιάννης Ρίτσος, ότι από εκείνα, που γράφεις, πρέπει να αφαιρείς τουλάχιστον τα μισά.
-Νομίζω ότι από τα τελευταία σου ποιήματα αφαιρείς πολύ περισσότερα. Είναι όλα γεμάτα ουσία. Θα ξεκινήσω λοιπόν από τη «Συγκατοίκηση με το παρόν». Πώς ακριβώς βλέπεις αυτή τη συγκατοίκηση;
-Το βλέπω ως κάτι το υποχρεωτικό, γιαυτό δεν έβαλα «συμβίωση» με το παρόν. Η συγκατοίκηση πολλές φορές μπορεί να γίνεται υποχρεωτικά. Δεν το διαλέγεις πάντα. Ιδίως σε περιόδους κρίσεων και ανωμαλιών μπορεί να αναγκαστείς να συγκατοικήσεις και με ανθρώπους που δεν σου είναι καθόλου ευχάριστοι ή συμπαθητικοί. Γιαυτό έτσι πια το βλέπω το παρόν. Από την άλλη μεριά είμαστε υποχρεωμένοι να συγκατοικούμε με το παρόν. Ούτε να καταφεύγουμε στη νοσταλγία του παρελθόντος, ούτε να ονειρευόμαστε ένα μέλλον το οποίο πιθανότατα δεν πρόκειται να έλθει ποτέ έτσι όπως το ονειρευόμαστε. Μόνο αν αντιμετωπίζουμε το παρόν, τότε μπορούμε να προσδοκούμε ότι κάτι μπορεί να γίνει και στο μέλλον. Αλλά να το βλέπουμε αυτό το παρόν.
-Ας περάσουμε σε ένα ποίημά σου με τον τίτλο «Δύσκολο», όπου γράφεις:
«Όπως κι αν έρθουν τα πράγματα
Όσο αντίξοες κι αν είναι οι συνθήκες
Πάντα μπορεί κανείς να ερωτεύεται
Το δύσκολο είναι ν’ αγαπάς»
-Γιατί είναι τόσο δύσκολο ν’ αγαπάς;
-Χρειάστηκε πολύ ζωή, ή μάλλον πολλές ζωές για να το καταλάβω. Αυτό είναι το δύσκολο, αλλά αυτό είναι και το σπουδαίο. Γιατί οι έρωτες σε συγκλονίζουν, σε αναστατώνουν, μπορεί να εμφανιστούν ανά πάσα στιγμή, αλλά είναι μια υπερένταση που δε διαρκεί. Η αγάπη είναι η βαθύτερη επικοινωνία με τον άλλο.
-Δεν είναι όμως η αγάπη μια μορφή σχέσης πιο χλιαρή από τον έρωτα;
-Δεν είναι. Εμείς τη λέμε χλιαρή, γιατί είναι δύσκολη και δεν μπορούμε να την πετύχουμε. Η αγάπη είναι η πλήρης επικοινωνία με τον άλλο. Γιαυτό πολλές φορές σκέφτομαι ότι ο έρωτας είναι για το τώρα, η αγάπη είναι για το πάντα.
-Σκεφτόμουνα, όταν διάβαζα αυτούς τους στίχους ότι ενώ ο έρωτας είναι μέσα στην ανθρώπινη φύση, η αγάπη δεν είναι χαρακτηριστικό της. Ο άνθρωπος αγαπά συνήθως μόνο τον εαυτό του. Είναι μια υπέρβαση της φύσης η αγάπη;
-Ακριβώς. Είναι η ανθρώπινη κατάκτηση. Και μιας και είπαμε για τον Απόστολο Παύλο και για το μαθητή του τον Τίτο, στην περίφημη προς Κορινθίους Επιστολή του, στην αρχή, λέει ότι το σπουδαιότερο δεν είναι ούτε η πίστη ούτε η αφοσίωση, είναι η αγάπη. Το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο είναι ν’ αγαπάς.
-Ένας άνθρωπος, όμως, που δεν έχει ερωτευθεί δεν είναι ανάπηρος;
-Είναι. Αλλά ο άνθρωπος που δεν έχει αγαπήσει είναι ανάπηρος και από τα δύο πόδια και από τα δύο χέρια. Το ζήτημα είναι πως μπορούμε να προχωρούμε υπερβαίνοντας τον ίδιο μας τον εαυτό και να πλησιάσουμε πια τον άλλο όχι για να πάρουμε κάτι και να το κάνουμε δικό μας, αλλά να ταυτιστούμε μαζί του και να του δώσουμε και να πάρουμε.
-Το πρόβλημα είναι να μην εκφράζεται η αγάπη ως μια γλυκανάλατη φιλανθρωπία.
-Όχι, ασφαλώς. Το ποίημα μιλά για την ουσιαστική αγάπη.
-Ένα από τα ωραιότερα ποιήματά σου είναι το «Ρόδα αειθαλή» και βρίσκεται μέσα στη συλλογή «Λυσιμελής πόθος»
-Ναι και το έχω γράψει αρκετά πια μεγάλος, τον Αύγουστο του 2000
ΡΟΔΑ ΑΕΙΘΑΛΗ
Η ομορφιά των γυναικών που άλλαξαν τη ζωή μας
βαθύτερα κι από εκατό επαναστάσεις
δεν χάνεται δεν σβήνει με τα χρόνια
όσο κι αν φθείρονται οι φυσιογνωμίες
όσο κι αν αλλοιώνονται τα σώματα.
Μένει στις επιθυμίες που κάποτε προκάλεσαν
στα λόγια που έφτασαν έστω αργά
στην εξερεύνηση δίχως ασφάλεια της σάρκας
στα δράματα που δεν έγιναν δημόσια
στα καθρεφτίσματα χωρισμών, στις ολικές ταυτίσεις.
Η ομορφιά των γυναικών που αλλάζουν τη ζωή
μένει στα ποιήματα που γράφτηκαν γι’αυτές
ρόδα αειθαλή αναδίδοντας το ίδιο άρωμά τους
ρόδα αειθαλή, όπως αιώνες τώρα λένε οι ποιητές.
Μόλυβος, Αύγουστος 2000
-Ορισμένοι λένε ότι φτάνει η ανάγνωση ενός ποιήματος, τα σχόλια δεν είναι απαραίτητα. Εγώ δε συμφωνώ μαζί τους. Άλλωστε, ως δάσκαλος, θα αναιρούσα τον εαυτό μου, αν έλεγα, ότι η ποίηση δεν πρέπει να σχολιάζεται. Πώς λοιπόν Τίτο συγκρίνοντας τις γυναίκες με τις επαναστάσεις κρίνεις ότι οι γυναίκες που αγαπήσαμε, άλλαξαν τη ζωή μας περισσότερο από εκατό επαναστάσεις; Δεν είναι μια απόρριψη των αγώνων αυτή;
-Όχι δεν είναι μια απόρριψη, αλλά μια υπερβολή. Οι ποιητές γράφουν ή λένε κάποιες υπερβολές για να δώσουν έμφαση στα θέματα. Δεν σημαίνει πως έτσι είναι στην πραγματικότητα. Δεν λέω ότι είναι σημαντικότερες στη συλλογική έκφραση, αλλά στην προσωπική μας ζωή. Όπως κι αν έχει, όμως, η ομορφιά των γυναικών είναι πολύ σπουδαίο πράγμα.
-Τίτο γράφεις σε ένα σου ποίημα « η σάρκα μου πάντα πονάει στα χτυπήματα και πάντα χαίρεται στα χάδια. Ακόμα τίποτε δεν έμαθε». Αλήθεια παραμένεις ακόμα ανυποψίαστος, παρά τις πολλές και ουσιαστικές εμπειρίες που είχες στη ζωή σου;
-Όλο και κάτι μαθαίνουμε, αλλά καθώς πάντα μαθαίνουμε κάτι καινούριο, αντιλαμβανόμαστε ότι, ενώ νομίζαμε ότι τα ξέραμε όλα, δεν τα ξέραμε καθόλου.
-Σ’ ένα αφιέρωμα του περιοδικού «Διαβάζω» η ΄Αλκη Ζέη διηγείται ότι μια μέρα χτύπησε το κουδούνι της και ήταν η μητέρα σου, η οποία την παρακάλεσε το εξής, όπως τα γράφει η Ζέη: « Σε παρακαλώ , μπορείς να προτρέψεις τον Τίτο να απομακρυνθεί από αυτές τις ξένες που τον έχουνε μπλέξει, γιατί σίγουρα θα τον βλάψουν;» Και της απάντησε η Ζέη: «Έννοια σας κυρία Λέλα και άμα φυσάει θα πω στον Τίτο να βάλει το κασκολάκι του». Σημειωτέον ότι αυτά συμβαίνουν στη δικτατορία που είσαι ώριμος άνδρας πια.
-Ανησυχούσε η καημένη η μητέρα μου, όπως όλες οι μανάδες που βλέπουνε τα παιδιά τους ακόμα μικρά για να μην πω μωρά, να μην κρυολογήσω.
-Ήταν μόνο το κρυολόγημα ή υπήρχαν και μπερμπαντιές;
-Εκείνα τα χρόνια, είχα διάφορες συνδέσεις με ξένες κοπέλες και φοβόταν η μάνα μου μην κάποια απ’ αυτές τις περιπτώσεις μονιμοποιηθεί. Μην καταλήξει σε γάμο. Και με ρωτούσε: «Πώς θα συνεννοούμαι μαζί της;» Δεν ήταν από ρατσισμό ή από ξενοφοβία, αλλά είχε ένα φόβο για τη συνεννόηση.